κόλαβρος

κόλαβρος
κόλαβρος
a song to which the
masc nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • κόλαβρος — κόλαβρος, ὁ (AM) μικρός χοίρος, γουρουνάκι αρχ. άσμα που συνόδευε τον χορό τού κολαβρισμού*. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Πρόκειται πιθ. για δάνειο θρακικής ή καρικής προελεύσεως] …   Dictionary of Greek

  • κολάβρους — κόλαβρος a song to which the masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κολάβρων — κόλαβρος a song to which the masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κολάβρῳ — κόλαβρος a song to which the masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κόλαβρον — κόλαβρος a song to which the masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κολαβρίζω — (Α) [κόλαβρος] 1. χορεύω τον κολαβρισμό* 2. παθ. κολαβρίζομαι χλευάζομαι, σκώπτομαι, ατιμάζομαι, θεωρούμαι αναξιόλογος …   Dictionary of Greek

  • κολαβρεύομαι — (Α) [κόλαβρος] κολαβρίζω* …   Dictionary of Greek

  • κολάβρωι — κολάβρῳ , κόλαβρος a song to which the masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”